- ποτι-έρπω
- ποτι-έρπω1 steal upon
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.68
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.68
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek